συνεκλύω

συνεκλύω
Α
1. χαλαρώνω, εξασθενίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. μέσ. συνεκλύομαι
α) γραμμ. (για γλώσσα) χάνω το κύρος και την πειθώ μου, χαλαρώνω
β) ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι συγχρόνως («αἱ διὰ τοῡ θανάτου τῶν σωμάτων ἐκλυθεῑσαι ψυχαὶ καὶ τῶν κατὰ τὸν βίον... μεριμνῶν συνεκλύονται», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκλύω «λύνω, απελευθερώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”