- συνεκλύω
- Α1. χαλαρώνω, εξασθενίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο2. μέσ. συνεκλύομαια) γραμμ. (για γλώσσα) χάνω το κύρος και την πειθώ μου, χαλαρώνωβ) ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι συγχρόνως («αἱ διὰ τοῡ θανάτου τῶν σωμάτων ἐκλυθεῑσαι ψυχαὶ καὶ τῶν κατὰ τὸν βίον... μεριμνῶν συνεκλύονται», Γρηγ. Νύσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκλύω «λύνω, απελευθερώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.